φυσιογνωμικός

φυσιογνωμικός
-ή, -ό / φυσιογνωμικός, -ή, -όν, ΝΑ [φυσιογνωμία]
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυσιογνωμία
2. το θηλ. ως ουσ. η φυσιογνωμική
α) η μελέτη τής συστηματικής σχέσης μεταξύ τών ψυχικών και πνευματικών ιδιοτήτων ενός ατόμου και τών χαρακτηριστικών τού προσώπου ή τη δομή τού σώματος του, αλλ. φυσιογνωμονική
β) (με υποτιμ. σημ.) μαντική ψευδοεπιστήμη, αγυρτεία
αρχ.
(εσφ. τ.) φυσιογνωμονικός.
επίρρ...
φυσιογνωμικώς και φυσιογνωμικά Ν
ως προς τη φυσιογνωμία, από την άποψη τής φυσιογνωμίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φυσιογνωμικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που αναφέρεται στη φυσιογνωμία, που είναι της φυσιογνωμίας. 2. το θηλ. ως ουσ., φυσιογνωμική (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βλάστηση — Η διαδικασία κατά την οποία αναπτύσσονται τα διάφορα μέρη του φυτού ή όλα εκείνα τα όργανα που κυριαρχούν κατά τις διάφορες βλαστικές περιόδους, δηλαδή κατά την αύξηση, την ανθοφορία και την καρποφορία. Κάθε κύκλος β. συνδέεται φυσιολογικά με την …   Dictionary of Greek

  • φυσιογνωμία — η, ΝΑ νεοελλ. 1. σύνολο χαρακτηριστικών τού προσώπου που έχουν έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα και εκφράζουν την προσωπικότητα, την ψυχική διάθεση 2. οικολ. τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα ή η γενική εμφάνιση και η δομή μιας φυτοκοινωνίας ή τής βλάστησης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”