- φυσιογνωμικός
- -ή, -ό / φυσιογνωμικός, -ή, -όν, ΝΑ [φυσιογνωμία]νεοελλ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυσιογνωμία2. το θηλ. ως ουσ. η φυσιογνωμικήα) η μελέτη τής συστηματικής σχέσης μεταξύ τών ψυχικών και πνευματικών ιδιοτήτων ενός ατόμου και τών χαρακτηριστικών τού προσώπου ή τη δομή τού σώματος του, αλλ. φυσιογνωμονικήβ) (με υποτιμ. σημ.) μαντική ψευδοεπιστήμη, αγυρτείααρχ.(εσφ. τ.) φυσιογνωμονικός.επίρρ...φυσιογνωμικώς και φυσιογνωμικά Νως προς τη φυσιογνωμία, από την άποψη τής φυσιογνωμίας.
Dictionary of Greek. 2013.